ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

«Εσείς ξέρτει χίλιου, μάθατε γράμματα»



Ο Σεπτέμβρης είναι ένας από τους μήνες του φθινοπώρου.
Είναι ένας μήνας που δεν ξέρεις πώς να ντυθείς, δεν ξέρεις αν πρέπει να κρατήσεις τα καλοκαιρινά ρούχα ή να βγάλεις τα χειμωνιάτικα, ακόμη και για φαγητό δεν ξέρεις τι θέλεις να φας. Να μαγειρέψεις πιπεριές, μελιτζάνες,  κολοκύθια που τα βαρέθηκες όλο αυτό το διάστημα, ή να φας μια πρασσοτηγανιά, κανένα χοιρινό με λάχανο (κουτσανάτο) που τόσο σου λείψανε; Επιπλέον όλο το καλοκαίρι λες:  «μόλις περάσει το καλοκαίρι θα κόψω το τσιγάρο, θα αρχίσω δίαιτα, θα κάνω οικονομία» βάζεις ένα σωρό στόχους και όλοι τους για μετά το καλοκαίρι .
Έτσι λοιπόν, το καλοκαίρι τελείωσε και ήρθε ο Σεπτέμβρης. Εσύ όμως παραγγέλνεις ακόμη τις παγωμένες μπύρες, φοράς βερμούδα και κοντομάνικα και αν τύχει το μεσημέρι να έχεις φασολάδα, παραπονιέσαι και υποστηρίζεις πως δεν μπορείς να τη φας κάτω από την δροσιά του κλιματιστικού.
Αφήστε σας λέω, ειδικά τον Σεπτέμβριο είμαστε όλοι σε μια παράξενη κατάσταση, ένα πράγμα, αλλού πατάς και αλλού βρίσκεσαι. Κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, όλοι και όλα προσπαθούνε να μπούνε σε τάξη και συνήθως ξεκινάει μια καινούρια αρχή. Πάντα υπάρχει κάτι που τώρα τον Σεπτέμβριο σε κάνει να νιώθεις πρωτάκι, όπως το σχολείο, το πανεπιστήμιο, η δουλειά, ακόμη και η καινούρια πόλη.
Ναι, την καινούρια πόλη που βρήκες πριν χρόνια, αφήνοντας το χωριό κάποιο Σεπτέμβριο για να σπουδάσεις στο πανεπιστήμιο ή για να πας σε κάποια σχολή.
Έφτασες λοιπόν στην καινούρια πόλη και αρχίζεις να ψάχνεις για κάποιο διαμέρισμα ή ένα δωμάτιο τέλος πάντων, κοντά στην σχολή σου. Θα ήθελες να είναι περιποιημένο, αλλά το πιο σημαντικό για σένα είναι να είναι φτηνό. Βασικά όμως ψάχνεις να στεγάσεις όλα τα όνειρα που έκανες τους χειμώνες στο χωριό. Θέλεις ένα χώρο δικό σου κατάδικό σου, να τρως, να πίνεις, να καπνίζεις, να κάνεις τέλος πάντων ρε αδερφέ ότι θες, όποτε θες, με όποιον θες.
Ήρθε λοιπόν και η μάνα από το χωριό, το σκούπισε, το καθάρισε και σου έφερε και την «προίκα», το νοικοκυριό σου,  για το καινούριο σου σπιτικό.
Πρώτα –πρώτα ένα πετρογκάζ, ένα τηγάνι, μια κατσαρολίτσα, τρία –τέσσερα κουτάλια και πιρούνια, ένα μαχαίρι, δυο πιάτα, δύο ποτήρια, όλα από τα παλιά, από τα χρησιμοποιημένα που είχε στο χωριό. Τα «προικιά» συμπλήρωνε ένα παλιό ράντσο με σελτέ, η στρώμα από σφουγγάρι και ένα παλιό τραπέζι με μια καρέκλα.
Αυτά αποτελούσαν το βασικό νοικοκυριό σου. Τις επόμενες ημέρες έβρισκες στην σχολή καμιά καλή αφίσα την ξήλωνες και την έβαζες στο δωμάτιο. Πολλές φορές στο δρόμο έβλεπες καμιά αφίσα με τον τραγουδιστή που προτιμούσες την έπαιρνες και αυτή, έβαζες και μια - δυο φωτογραφίες από τα πρώτα σου νυχτοπερπατήματα και έτοιμη η διακόσμηση του δωματίου σου.
Για την επίπλωση δεν ανησυχούσες ιδιαίτερα. Δυο παλιά βαμμένα ξύλινα τελάρα μπορούσαν να γίνουν από βιβλιοθήκη ως κομοδίνο. Ακόμη στο δρόμο έβρισκες πεταμένα χιλιάδες χρήσιμα πράγματα, από παλιές καρέκλες και τραπέζια μέχρι σαλόνια και βιβλιοθήκες, όλα έκαναν για το νέο σου σπιτικό.
Καλά η μεγάλη τύχη ήταν εάν έβρισκες καμιά τηλεόραση, ασπρόμαυρη εννοείτε,  τότε ήσουνα  βασιλιάς .
Εντάξει το σπιτικό στρώθηκε από φαί τι γίνεται όμως ;
Από φαί το πρόβλημα το είχανε λύσει τα μπόλ - τα τάπερ. Κάθε φορά που ανεβαίνει κάποιος στο χωριό έφερνε προμήθειες για όλους .Με τι να τα κουβαλήσει όμως ο καημένος; Από το πρωί της Κυριακής έψαχνε μήπως και βρει κάποιον γνωστό που να φεύγει, μήπως και βολευτεί μαζί του και γλιτώσει τα εισιτήρια για το ταξί ή το λεωφορείο.
Θυμάμαι μια φορά με έναν φίλο μου θέλαμε να φύγουμε απ΄το χωριό και δεν βρίσκαμε τίποτα. Εκείνη την Κυριακή είχε επισκεφτεί το χωριό  ένα ΚΑΠΗ από την Θεσ/νίκη. Πήγαμε και ρωτήσαμε τον οδηγό του λεωφορείου που τους έφερε, αν μπορεί να μας πάρει έστω λίγο παρακάτω και μας είπε πως αν δεν βιαζόμαστε να φτάσουμε στην πόλη δεν υπήρχε πρόβλημα .
Μας πήρε λοιπόν, μαζί με το ΚΑΠΗ κάναμε και μια περιοδεία. Περάσαμε από τα Βεργίνα, το Δίον και γενικά ακολουθήσαμε όλο το πρόγραμμα που είχανε κανονίσει. Και από τις δώδεκα το μεσημέρι που φύγαμε από το χωριό, έχοντας κάνει και μια περιοδεία σε όλη την Μακεδονία, φτάσαμε στην Θεσ/νίκη στις δύο η ώρα το πρωί.
Αυτή ήταν μια από τις καλές εμπειρίες εκείνων των χρόνων, γιατί υπήρχαν και κάποιες που δεν θέλεις να θυμάσαι καθόλου. Όπως όταν σε έπαιρνε κάποιος και άνοιγε κανένα από τα τάπερ που κουβαλούσες και γέμιζε όλο το αυτοκίνητο, ή εάν ήσουνα ξενυχτισμένος από το προηγούμενο βράδυ, ξερνούσες και τότε ήταν που δεν ήξερες που να κρυφτείς.
Έεε ρε χρόνια, έτσι φύγαμε και εμείς από το Λιβάδι κάποιο Σεπτέμβρη, τάχα πως θα πάμε για λίγα χρόνια να σπουδάσουμε και μετά πίσω πάλι στη βάση. Δύσκολα χρόνια, χωρίς λεφτά, χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς κάποιον να μας συμβουλεύσει για το τι θα βρούμε στην πόλη. Οι καημένοι οι γονείς μας, μόνο οι πατεράδες μας είχε τύχει να φύγουν μακριά από το Λιβάδι όταν ήταν φαντάροι, για πιο πράγμα να σε συμβουλεύσουν, για τα ναρκωτικά, για τις παρανομίες, για τις αρρώστιες, μόνο ακουστά τα είχαν. Επιβιώσαμε όμως για τι μας έμαθαν ένα πράγμα να παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας.
- «Εσείς ξέρτει χίλιου, μάθατε γράμματα», έλεγαν όταν τους ζητούσες μια συμβουλή.


Γιώργος Αθ.Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2008 ΤΕΥΧ 25