ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΑΓΡΙΟΥΣ ''ΤΑ ΕΡΗΜΑ ΤΑ ΞΕΝΑ … ΩΧ ΑΜΑΝ*

Πριν λίγη ώρα έφυγε από το σπίτι μας η γειτόνισσα η Γιώτα.Είχε έρθει για καφέ, και για μια ακόμη φορά μας είπε τον πόνο της για τον ξενιτεμένο γιό της. Ο Νίκος, ο γιος της Γιώτας, είναι 26-27 χρονών και λόγω της οικονομικής κρίσης έφυγε πριν ένα εξάμηνο για να αναζητήσει ένα καλύτερο αύριο στην Αυστραλία.
Στο νου μου ήρθαν όλοι οι συγγενείς μου που ζουν στην Αυστραλία και γενικά όλοι οι Λιβαδιώτες μετανάστες στα πέρατα του κόσμου. Βλέπετε ο πατέρας μου έχει δύο αδελφές στην Αυστραλία, αλλά και από την μεριά της γυναίκας μου η πεθερά μου είχε έναν αδελφό και μια αδελφή πάλι στην Αυστραλία. Έτσι λοιπόν, ξέρουμε αρκετά καλά τι σημαίνει ξενιτιά, την ζήσαμε όπως και πολλοί άλλοι συγχωριανοί μας.
Οι  Λιβαδιώτες, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, από τα παλιά χρόνια ξενιτεύονταν για διάφορους λόγους: Οι πόλεμοι, το άγονο έδαφος και η οικονομική δυσπραγία, τα πολιτικά πάθη, ακόμη και  η ηλικία ανάγκασαν πολλούς να φύγουν από τη χώρα μας.
Την περίοδο του ‘60 τα υπερωκεάνια «Πατρίς» και «Βασίλισσα Φρειδερίκη», ήταν , κυρίως, αυτά που μετέφεραν τα νιάτα του Λιβαδίου και όχι μόνο, στην ξενιτιά. Νιάτα που αναζητούσαν ένα καλύτερο μέλλον, που ήθελαν να ξεφύγουν από την οικογενειακή ή οικονομική μιζέρια του χωριού ή που είχαν περάσει την ηλικία της παντρειάς και ήταν δύσκολο να αποκατασταθούν. Μιλάμε κυρίως για κορίτσια το πολύ 25 χρονών, που για την εποχή τους θεωρούνταν … γεροντοκόρες. Ελεύθερα αγόρια έφευγαν για να βρουν την τύχη τους, αλλά και νέα ζευγάρια άφηναν τα μικρά παιδιά τους στους παππούδες και πήγαιναν να δουλέψουν για ένα καλύτερο μέλλον των παιδιών τους.
Σκεφτείτε λοιπόν, τα νέα παιδιά εκείνης της εποχής.  Έπρεπε να λύσουν, εκτός από τη μεγάλη στεναχώρια του αποχωρισμού και της φυγής στην ξενιτιά, αρκετά πρακτικά προβλήματα μέχρι να φτάσουν στην δική τους «Γή της Επαγγελίας». Έπρεπε να εξασφαλίσουν το «κάλεσμα»  από κάποιον παλιότερο Λιβαδιώτη μετανάστη, λεφτά για τα εισιτήρια και να ταξιδέψουν σε υπερατλαντικά ταξίδια όταν καλά–καλά δεν είχαν ταξιδέψει ούτε μέχρι την Ελασσόνα ή τα διπλανά χωριά.
Όταν, λοιπόν, όλα είχαν κανονιστεί για το μεγάλο ταξίδι, το τελευταίο βράδυ μαζεύονταν στο σπίτι για ένα αποχαιρετιστήριο τραπέζι. Εκείνο το βράδυ περνούσε από το σπίτι σχεδόν όλο το χωριό για να τους χαιρετήσει ή να στείλει χαιρετίσματα σε άλλους μετανάστες. Το πρωί όλο το χωριό «ισά ντζιάν»  να αποχαιρετήσει τους ταξιδιώτες που θα επιβιβάζονταν στο φορτηγό ή στο λεωφορείο και τους ακολουθούσε μέχρι να χαθούν στις στροφές για Ελασσόνα.  
Στα χρόνια εκείνα, οι μάνες κυρίως. αλλά και όλο το σόι  δεν περίμεναν ότι ο ξενιτεμένος θα επιστρέψει στην πατρίδα του. Έτσι  η ξενιτιά ισοδυναμούσε με θάνατο. Και όπως έλεγε η προγιαγιά της γυναίκας μου (με τρία παιδιά στα ξένα)
-       Αου ζιξιτ ξιανιλι κου χαρλου, ξιανιλι αριά μα γκριάλι (έχουν ζυγίσει την ξενιτιά με τον θάνατο, η ξενιτιά είναι πιο βαριά)
Το ταξίδι για τα ξένα μακρινό. μέρες ολόκληρες μέσα στο πέλαγο άνθρωποι που μπορεί να μην είχανε δει  καν θάλασσα στη ζωή τους. Οι αποσκευές τους, ένας μπόγος, όλα τους τα υπάρχοντα και μέσα σ΄ αυτόν  λίγο ψωμί ζυμωτό για το ταξίδι, μια αλλαξιά ρούχα και μια φωτογραφία, αν υπήρχε κι αυτή, για να μην ξεχάσουν τους δικούς τους ανθρώπους.
Κι  έφταναν στον τόπο τους. Τότε άρχιζαν οι μεγάλες δυσκολίες. Έπρεπε να τακτοποιηθούν, να βρουν σπίτι, δουλειά, και κάποιον τρόπο να επικοινωνούν με τους ξένους (να μάθουν την γλώσσα). Μια από τις θείες μου όταν είχε έρθει ένα καλοκαίρι από την Αυστραλία μου έλεγε ιστορίες για το πώς συνεννοούνταν τον πρώτο καιρό. Έτσι όταν, λέει, πήγαινε στο χασάπη να πάρει κοτόπουλο, για να του δώσει να καταλάβει τι ήθελε του έκανε:
– κικιρίκου, κικιρίκου!
Τέτοιες ταπεινώσεις και πολλές άλλες «νίλες» τράβηξαν οι άνθρωποι μέχρι να προσαρμοστούν και να ταχτοποιήσουν την ζωή τους εκεί.
Και οι άλλοι πίσω;
Μόνο ένα γράμμα έφτανε κάπου–κάπου, κι αυτό αποτελούσε τον μοναδικό τρόπο επικοινωνίας με τα αγαπημένα πρόσωπα στην ξενιτιά.  Στην αρχή, για ένα ολόκληρο μήνα από τη στιγμή που έφευγαν τα παιδιά τους, δεν είχαν κανένα νέο. Άλλωστε ένα γράμμα για να έρθει έκανε πάνω από 20 ημέρες.  
Οι μανάδες των ξενιτεμένων βρισκόταν πάντα στην αναμονή. Περίμεναν κάποιον που να ξέρει «γράμματα» γειτόνισσα, εγγόνια, ανίψια κ.α. Όπως η θείτσα Σένι  του Αμερικάνου, περίμενε την γυναίκα μου, για να της γράψει ή να της διαβάσει ένα γράμμα. Πολλές φορές την έβαζε και το διάβαζε μία και δύο φορές την ίδια μέρα ή σε κάποια άλλη της επίσκεψη. Την ημέρα που παίρνανε το γράμμα ήταν πολύ χαρούμενες. Το κοινοποιούσαν σε όλη τη γειτονιά και έψαχναν αμέσως για κάποιον που θα μπορούσε να μετατρέψει τα σημάδια αυτά, πάνω στο χαρτί, σε λόγια που τρυπούσαν τις καρδιές.


Όταν η μάνα μου έστελνε γράμμα στις θείες  ξεκινούσε κάπως έτσι …
« Αγαπημένα μας αδέλφια και ανίψια, υγείαν έχουμε και αυτό ποθούμε και δια εσάς. …»
Όλα τα γράμματα ξεκινούσαν με τον ίδιο τρόπο. Εμάς τα παιδιά,  μας έστελναν να αγοράσουμε από τον μπακάλη «φάκελο αεροπορίας» για να στείλουν το γράμμα με τα νέα της οικογένειας. Το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα, τα τελευταία χρόνια, στέλναμε και κάρτες θυμάμαι ακόμα κάτι πασχαλινές με τσολιάδες να τσουγκρίζουν αβγά ή κάτι πουλάκια να βγαίνουν από κόκκινα αβγά. Στα γράμματα που παίρναμε υπήρχε, κάποτε, και κανένα δολάριο, τα «χαιρετίσματα».
Ερχόταν η γιαγιά μου η Ανθηνούσα και ρωτούσε την μάνα μου:
-τσί αντράτς κουμ χίτς ( τι κάνετε πως είστε;)
- γκίνι μάμα  (καλά μάμα),απαντούσε η μάνα μου. Η επόμενη ερώτηση της γιαγιάς ήταν πάντα:
- νακ λουάτου β΄ρ΄ κάρτι ντι λα φιάτι;  (μήπως πήρατε κανένα γράμμα από τα κορίτσια;)
Η γιαγιά μου είχε δύο κόρες στην Αυστραλία. Ότι και να γίνονταν στην οικογένειά μας (καλό ή κακό) η γιαγιά πάντα τις έφερνε στο νου της. Ο δικός σου άνθρωπος στα ξένα θα μάθαινε για οτιδήποτε στην οικογένεια, καλό ή κακό μετά από πολλές μέρες. Όταν δεν υπήρχε κάτι έκτατο η επικοινωνία γινόταν  μία φορά το μήνα, στην καλύτερη περίπτωση. Αλλά έτσι ήταν παλιά, τα πάντα τα μάθαιναν μέσα από τα γράμματα.
Με τα χρόνια έφτασε και το τηλέφωνο στο χωριό. Τα πρώτα τηλέφωνα ήταν στην Κοινότητα και στην Αστυνομία. Έτσι όσοι είχαν ξενιτεμένους μπορούσαν να παίρνουν εκεί τηλέφωνο για να μιλήσουν με τους δικούς τους στο χωριό. Έπαιρναν λοιπόν τηλέφωνο και  λέγανε:
 - είμαι η Φάνα του Μητώνα η κόρη της Ανθηνούσας, από την Αυστραλία, φωνάξτε λίγου την μάμα και θα ξαναπάρω να μιλήσουμε.
Έτσι λοιπόν φώναζαν την κάθε θείτσα Ανθηνούσα να πάει να μιλήσει στο τηλέφωνο. Μόλις άκουγε η γιαγιά το όνομά της αλλά και ή κάθε μάνα ξενιτεμένου, ξεκινούσε όπως ήτανε. Από την λαχτάρα να μιλήσει με το σπλάχνο της δεν έβγαζε ούτε το παλιό «μπόι» από πάνω της, ούτε το «πιστιμάνι» έβγαζε, ούτε καν το «σκέπι» δεν διόρθωνε. Όπως ήτανε έβγαινε στο παζάρι για να ακούσει, μόνο να ακούσει, το παιδί της, να ακούσει ότι είναι καλά. Σε άλλες περιπτώσεις οι γιαγιάδες ακόμη και  ντυμένες καλά  να ήτανε δεν περνούσαν από την  πλατεία. Για το παιδί τους, όμως, το ξενιτεμένο «σκρούμου σι ιφάκ τούτι» ( στάχτη να γίνουν όλα,να καούν τα πάντα).
Σε λίγα χρόνια τα τηλέφωνα ήρθαν και στα πρώτα σπίτια. Στο φωστήρα είχαν στου Λάζου του Τσανούσα. Η γυναίκα του, η θεία Άννα, είναι σόι με τους Μητώνηδες και τα πράγματα έγιναν απίστευτα καλύτερα. Μπορούσαν να μιλούν πιο τακτικά και, κυρίως σε καμιά επίσημη γιορτή, περίμενε όλο το σόι στην σάλα, «στου Τσανούσα», να πεί και να ακούσει ένα γεια με τα ξενιτεμένα αδέλφια.
Τα χρόνια πέρασαν το τηλέφωνο έφτασε και στο σπίτι μας. Στην γιορτή του πατέρα μου υπολογίζαμε την διαφορά ώρας και περιμέναμε να χτυπήσει το τηλέφωνο από την Αυστραλία. Όταν η ώρα περνούσε η γιαγιά δεν άντεχε:
 –αμο νάκ νου λου αβέμ γκίνι απόντουλου ; (μήπως δεν το έχουμε καλά- το τηλέφωνο- το άτιμο;).
Και όταν χτυπούσε, ποιος να σταματήσει να κλαίει; Η μάνα, το παιδί ή ο αδελφός; Ποιος να φανεί δυνατός να πει είμαστε καλά.
Έτσι ήταν η επικοινωνία τότε. Έκανες αμάν να μάθεις  και να ακούσεις νέα από τον άνθρωπό σου. Σήμερα έχουμε τα πάντα στην διάθεσή μας: κινητά, σταθερά, Skype… Μπορείς να μιλάς και να βλέπεις τον άλλο ζωντανά από οποιοδήποτε μέρος της γης, ότι ώρα θες, από το σπίτι σου.
Κι πάλι, όμως, η ζωντανή επαφή δεν αναπληρώνεται με τίποτα. Θυμάμαι τα καλοκαίρια όταν ερχόταν κάποιοι από τους ξενιτεμένους. Ήταν ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα του χωριού. Γονείς αντάμωναν για πρώτη φορά με τους γαμπρούς, τις νύφες και τα εγγόνια. Τα παιδιά έβλεπαν τους τάφους των δικών τους ανθρώπων. Πολλοί παντρεύονταν και έκαναν παιδιά εκεί, στα ξένα, χωρίς την οικογένεια τους. Κάποτε, όταν τα πράγματα καλυτέρεψαν και μπορούσαν να επισκεφτούν το χωριό δεν έβρισκαν γονείς ή αδέλφια  που είχαν φύγει από τη ζωή χωρίς να τους χαιρετήσουν. Έτσι  ερχόταν μετά από χρόνια και έβρισκαν  μόνο το μνήμα τους.
Όταν αντάμωναν όμως κάποια καλοκαίρια, αχ αυτή η γλύκα της αντάμωσης! Πόσα χρόνια είχανε να την γευτούν!  Εκμεταλεύονταν την κάθε στιγμή. Οι γονείς και τα αδέλφια κάνανε τα καλύτερα φαγητά για να τους φιλέψουν. Οργανώνανε οικογενειακές εκδρομές στο χαιδάρι να ψήσουν για να τους  ευχαριστήσουν. Στα πανηγύρια του χωριού είχαν το καλύτερο τραπέζι στην πλατεία να διασκεδάσουν για όλες τις χαρές που δεν ήτανε μαζί. Για όσες πέρασαν και όσες θα έρθουν. Για να χορτάσει ο ένας τον άλλο σαν να είναι η τελευταία φορά που σμίγουν. Για να «κολλήσουν» στα όργανα όταν θα παίζουν κάτω από το πλατάνι  «τα έρημα τα ξένα ωχ αμάν δεν τα έχω μαθημένα».
Όσο μένανε στο χωριό όλοι όσοι είχαν ξενιτεμένους τους καλούσαν στο σπίτι τους και τους κάνανε το τραπέζι για να ακούσουν για τους δικούς τους ανθρώπους, πως είναι, πως περνάνε εκεί στα ξένα. Το απόγευμα βγαίνανε βόλτα στο κιόσκι, με τις αδελφές αγκαζέ, να πουν όσα δεν είπαν όλα αυτά τα χρόνια, να ανταμώσουν στο παζάρι το σόι ,τους παλιούς φίλους, τους γείτονες και να σταθούν αμήχανα για μια στιγμή να φέρουν στον νου τους με ποιόν μιλάνε τώρα ή ποιος είναι αυτός που περνάει από απέναντι.
-       Αμό τάκη αλι Ξάνθη ιάστι ατσέλου, κουμ τσ΄ιαρά ιάστι ή εε αουσ μαράτλου.(καλέ ο Τάκης της Ξανθής είναι αυτός, όπως ήταν είναι, ή «έσπασε» ο καημένος)
Οι  μετανάστες του καλοκαιριού ξεχώριζαν από μακριά από τα ρούχα τους. Ήτανε πιο χρωματιστά, πιο λουλουδάτα, πιο φωτεινά, πιο χαρούμενα  από τους γύρω τους, λες και αυτά να ήθελαν να δείξουν πως «εδώ στην πατρίδα, στο χωριό τους, τον τόπο τους, στο σπίτι τους περνάνε καλά».
Έτσι ήταν και τα ρούχα που στέλνανε με δέματα την δεκαετία του 70 και του 80. Μπλούζες πολύχρωμες και παντελόνια μοδάτα για τα ανίψια κυρίως και για όλη την οικογένεια. Θυμάμαι, τότε, το ’80, να πηγαίνω στο σχολείο με … κολεγιακή μπλούζα με μεγάλα γράμματα  που στην Ελλάδα κυκλοφόρησε μετά τα τέλη του 90. Είχαν και άσχετα ρούχα τα δέματα, μεγάλα νούμερα, περίεργα χρώματα αλλά και αυτά έπιαναν τόπο. Ειδικά τις Απόκριες ή τα Φώτα, για να ντυθεί ο κόσμος παππούδες και μακούδες ήταν ότι έπρεπε, τίποτα δεν πήγαινε χαμένο τα χρόνια εκείνα.
Δύσκολο πράγμα η ξενιτιά, γονείς δε γνώρισαν τις συζύγους των παιδιών τους, ούτε αγκάλιασαν, ποτέ, τα εγγόνια τους. Αδέλφια, μέχρι και σήμερα, έχουν να ανταμώσουν 40 ή και 50 χρόνια. Πολλοί από τους ξενιτεμένους μας δε γύρισαν ποτέ και θάφτηκαν σε ξένο χώμα, καθώς η ξενιτιά, σαν άλλη Κίρκη, τους κράτησε, για πάντα, κοντά της. Η γιαγιά μου όμως η θείτσα Ανθηνούσα τουλάχιστον στάθηκε αρκετά τυχερή. Οι κόρες της ήρθαν και την είδαν δυο-τρείς φορές οικογενειακώς, αλλά και η γιαγιά πήγε δύο φορές στην Μελβούρνη. Πήγε και είδε που έζησαν και ζούσαν τα παιδιά της. Είδε τα σπίτια τους, γνώρισε τους γείτονες και τους φίλους τους, όλους αυτούς που ήτανε για τους ξενιτεμένους στην χαρά και στην λύπη η μάνα, ο πατέρας και ο αδελφός.
Ρωτούσαν την γιαγιά όταν έρχονταν η συζήτηση για τα ξένα :
-       Κούμ σούντου Ανθηνούσα φιάτιλι του Αστραλίι;(πώς είναι Ανθηνούσα τα κορίτσια στην Αυστραλία;)
-       Γκίνι, μούλτου γκίνι, σ λα μπούνου λόκου ,κου λούκρου κου μπούνι αρδιτσίνι, άου ντι τούτι, αλλά τσι σι λιαντάρι λάργκου μάνα, μούλτου λάργκου…(καλά πολύ καλά, σε καλό μέρος με τη δουλειά τους, με καλούς γείτονες, έχουν τα πάντα, αλλά τι να τα κάνεις, μακριά μάνα, πολύ μακριά..)
-       Όταν γύρισε η γιαγιά,  μας έλεγε για χρόνια ιστορίες από το πώς πέρασε στην Αυστραλία. Το πιο ωραίο ήτανε όταν μας διηγούνταν πώς ανέβηκε στο αεροπλάνο. Καλά ρε γιαγιά δεν φοβήθηκες να ανέβεις στο αεροπλάνο την ρωτούσα. Φοβήθηκα, μου έλεγε, αλλά έβλεπα τόσο κόσμο μέσα στο αεροπλάνο και μάλιστα νέο, που έλεγα, καλά δεν φοβούνται αυτοί για την ζωή τους θα φοβηθώ εγώ για την δική μου; και στο τέλος, κοιτούσα εγώ ότι ήμουνα σε αεροπλάνο, εγώ έλεγα πότε θα φτάσω να δω τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Η γιαγιά μου, σκεφτείτε ότι την δεκαετία του 80 που πήγε την δεύτερη φορά, ήτανε πάνω από 75 χρονών. Η επιθυμία της όμως, να δει τα παιδιά της, την έκανε να αντιμετωπίσει με εφευρετικότητα κι αυτό το ιπτάμενο θεριό, το αεροπλάνο. Είχε ζητήσει από τις κόρες της και της γράψανε σε ένα χαρτί τη λέξη νερό στα αγγλικά. Κάθε φορά που ήθελε να πιει νερό, έβγαζε το χαρτί μέσα από το «τρούπου», το έδειχνε στην αεροσυνοδό και γινόταν η δουλειά της.
Οι Λιβαδιώτες  της διασποράς διέπρεψαν και διαπρέπουν στην ξενιτιά, δεν ξέχασαν όμως ποτέ τον τόπο που γεννήθηκαν. Από αυτούς προήλθαν και οι μεγάλοι ευεργέτες, σαν τον Τζον Νιάμα,  και από αυτούς έγιναν έργα στο Λιβάδι σαν το Δημοτικό σχολείο και τόσα άλλα.
Αν κι αυτά αφορούν το παρελθόν, η ξενιτιά εξακολουθεί να πονά ακόμα στις μέρες μας. Η γειτόνισσα μας η Γιώτα μιλάει με τον γιο της κάθε μέρα στο skype, τα πράγματα ασφαλώς και έχουν πάει προς το καλύτερο. Ο ζωντανός χωρισμός, όμως, όπως αποκαλείτε η ξενιτιά, δεν ξεπερνιέται ούτε με τα ίντερνετ ούτε με τον χρόνο, γίνεται απλά βίωμα, μαθαίνεις να ζεις με τον δικό σου άνθρωπο μακριά.
Πολλούς χαιρετισμούς με την ευκαιρία σε όλο το σόι, θείους ,θείες, και ξαδέρφια   και θα κλείσω όπως έκλεινε τα γράμματα η μάνα μου, προς όλους τους ξενιτεμένους Λιβαδιώτες
«…αυτά τα ολίγα από εμάς, σας φιλώ και κλείνω με πολλούς χαιρετισμούς»
Γιώργος Αθ. Μητώνας
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΛΙΒΑΔΙ 2012 ΤΕΥΧΟΣ 46

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου