ΓΙΑΤΙ:

..όσες κι αν χτίζουν φυλακές

κι αν ο κλοιός στενεύει

ο νούς μας είναι αληταριό

που όλο θα δραπετεύει...

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016

ΝΑ ΠΑΡΟΥΜΕ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ


*΄΄ Φεύγουν τα χρόνια και θυμίζει η τροχιά τους
σπίθες τη νύχτα που τις σέρνει ο βοριάς…΄΄

Ο χρόνος τρέχει  με τρομακτικούς ρυθμούς, τους ίδιους που κινείται και η ζωή μας σήμερα. Όπως όλα τρέχουν πάρα πολύ γρήγορα έτσι φεύγουν και τα χρόνια μας, με  αποτέλεσμα πολλές από τις αλλαγές που συμβαίνουν να μοιάζουν απόλυτα φυσιολογικές και να περνούν απαρατήρητες....
Όταν όμως ο νους γυρίζει πίσω στα περασμένα, τότε μπορείς να αντιληφθείς τις αλλαγές που έχουν σημειωθεί σήμερα σε σχέση με το παρελθόν.
Βέβαια η σύγκριση είναι τις περισσότερες φορές άδικη. Το παρελθόν όταν σε επισκέπτεται, έρχεται πιο όμορφο. Έχει χάσει με το πέρασμα του χρόνου την αγριάδα του. Έχουν στρογγυλέψει οι κοφτερές γωνίες του που τότε μπορεί να σε πλήγωναν. Έχει φύγει η ένταση με την πάροδο του χρόνου και ξεχάσαμε τις δύσκολες στιγμές, τα επώδυνα συναισθήματα που νιώσαμε τότε που βιώναμε το όποιο γεγονός.
Κάποιο βράδυ λοιπόν του χειμώνα στο Λιβάδι, κοντά στα ξημερώματα, ξύπνησα από τη δυνατή μουσική ενός νεαρού που περνούσε κάτω από το σοκάκι μας με το αυτοκίνητό του. Στο νεαρό μάλλον πονούσε κάποιο δοντάκι για κάποιο χαμόγελο ή για δυο γλυκά ματάκια, όπως λέγαμε στην εποχή μας. Αυτό ήτανε. Ξύπνησα και μου έφυγε ο ύπνος. Στο νου μου άρχισαν να έρχονται εικόνες και στιγμές του παρελθόντος που είχαν χαθεί από τη μνήμη μου για χρόνια.
Θυμήθηκα πόσες και πόσες φορές με έχουν ξυπνήσει έτσι, άγρια χαράματα, οι ήχοι κάποιου παλιού κασετόφωνου με τραγούδια «καψούρικα», όπως το «Σ’ αγαπάω μ΄ακούς ..» του Σαλαμπάση, που «παίζονταν» από επίδοξους γαμπρούς που έρχονταν για καντάδα στις υποψήφιες νύφες της γειτονιάς. Έβγαιναν τα παλληκάρια, που λέτε, στο παζάρι, κατέβαζαν τα ποτάκια τους, και το ποτό τους οδηγούσε να πάρουν το κασετόφωνο και να κάνουν γύρα στις γειτονιές που είχανε σταμπάρει τα υποψήφια ταίρια τους .
Το ίδιο σκηνικό επαναλαμβάνονταν και με τις  «σειρές» που ετοιμάζονταν να καταταγούν στο στρατό. Ένα μήνα πριν παρουσιαστούν στο στρατό  «λουά κασετόφουνλου ντι ν αρούμινα» (έπαιρναν το κασετόφωνο στις πλάτες) και γύριζαν όλα τα σπίτια όσων ήταν να καταταγούν στο στρατό. Αυτούς τους καταλάβαινες από τις φωνές που διέκοπταν την ησυχία της νύχτας και τα τραγούδια από τις παθιασμένες τους κραυγές. «Αουρλά» (φώναζαν):
-Εεεε  άδικααα!!!
«Σι ντιντιά ντι μπάντι » (χτυπιόταν από κάτω) από την αδικία που επρόκειτο να τους συμβεί, να φύγουν από το χωριό και να πάνε να υπηρετήσουν φαντάροι…
Άλλες φορές σε ξυπνούσανε τα όργανα. Στην αρχή ίσα-ίσα που ακούγονταν μέσα στην ησυχία της νύχτας, άλλες φορές ο αέρας να τα φέρνει κοντά σου πιο δυνατά και άλλες φορές να χάνονται και σιγά σιγά έφταναν κάτω από το παράθυρο του σπιτιού σου.
Η κάθε γειτονιά είχε τους δικούς της «σεσημασμένους», που όταν έρχονταν στα κέφια ήθελαν τα όργανα. Συνήθως αυτοί που έπαιρναν τα όργανα δεν ήταν αυτοί που ξημεροβραδιάζονταν στο παζάρι. «Νου αρουπιά πανταλόνλι ντι λα καρέκλιλι  ντι λα καφινέ» (Δεν έκοβαν τα παντελόνια από τις πολλές ώρες στις καρέκλες του καφενείου), χωρίς όμως να αποκλείονται και αυτοί. Όταν όμως «αντρά κάπου» (όταν έκαναν κεφάλι)  θέλανε  να τους συνοδεύσουν τα όργανα. Επιστρατεύονταν τότε ο «Σακούλας » (Κώστας Γκατζούνης)  ή ο «Τήρας ο Γκουντάρας» (Σωτήρης Θεοδωρής) ή ο «Κλαρίνος» (Βαγγέλης ή Μπάρμπα-Τάκης Γεωργούλης).  Ό,τι ώρα και αν ήτανε πήγαιναν και τους ξυπνούσαν να πάρουν το όργανο και να έρθουν να παίξουν.
Πολλές φορές το σκηνικό, να πάρουν τα όργανα, γίνονταν και μεσημέρι, συνήθως τα καλοκαίρια. Άπειρες φορές θυμάμαι το θείο Σωτήρη, με το μαντολίνο στολισμένο με χαρτονομίσματα πάνω στις χορδές, να τραγουδάει κάτω από τον πλάτανο και να διασκεδάζει παρέες. Η κατάληξη πάντα ίδια. Αν ξεκινούσε το γλέντι από το βράδυ, γύρω στα χαράματα, μετά τα καφενεία, ήτανε η ώρα για γύρα στα σπίτια. Μπροστά -μπροστά πηγαίνουν οι πρωτεργάτες του όλου σκηνικού. Έχουν ανοιχτά τα πουκάμισα, είναι πιασμένοι από τους ώμους, τα παρέα τα καημένα, και με ένα χαμόγελο ευτυχίας και χαράς έχουν σηκωμένο το ένα χέρι ή και τα δύο και χαιρετούν όλο τον κόσμο που συναντούν. Είναι σε κατάσταση ευφορίας και εκστασιασμού, αγαπάνε τους πάντες και τα πάντα, έχουν βγάλει τον καημό τους ή απολαμβάνουν την ίδια τη στιγμή της διασκέδασης.
 Όταν την ησυχία της νύχτας όμως διακόπτουν τα κλαρίνα, τότε τα πράγματα είναι αλλιώς. Άμα ακούς πολλά όργανα να παίζουν και όχι μόνο ένα, τότε έχουμε χαρμόσυνο γεγονός. Όταν ακούς κλαρίνο και ακορντεόν τότε σίγουρα έχουμε «αραβωνιάου». Κάποιο προξενιό της εποχής εκείνης είχε ευτυχή κατάληξη. Τα πράγματα είναι πιο σοβαρά. Τα φώτα ανάβουν στα σπίτια και αν έχει ξημερώσει οι γυναίκες ετοιμάζουν ένα δίσκο με τσίπουρα. Δεν υπάρχει πιθανότητα να περάσουν από το σοκάκι τους και να μην βγάλουν τον δίσκο για να ευχηθούν
-«Σι β’ μπ’νιάτζ’ χαράουα» (να σας ζήσει η χαρά)…
Τα όργανα πηγαίνουν τώρα μπροστά. Η «Γαλάζια περιστέρα», το « Γιλεκάκι» και «θέλω να πάω στην αραπιά» είναι μόνο λίγα από τα τραγούδια που «βουξέσκου» (ακούγονται) σε όλο το χωριό. Ακολουθούν οι άντρες με τα πουκάμισα ανοιχτά και τα σακάκια περασμένα μόνο στο ένα χέρι, και είναι όλοι «λέρια» (πολύ πιωμένοι). Οι γυναίκες έχουν αποδεχθεί πως πια δεν μπορούν να τους ελέγξουν και πιασμένες αγκαζέ με την καινούργια νύφη ανάμεσα τους, απλώς χαμογελούν και υπομένουν το όλο σκηνικό προσδοκώντας να φτάσουν στο αμήν οι άντρες τους «σι ισάτουρ,  σι κριάπ ντι μπιάρι, σι αμπουισιάσκ » (να χορτάσουν , να σκάσουν από το ποτό, να κουραστούν ) για να τους μαζέψουν στο σπίτι.
Έλα όμως που σε κάθε γειτονιά που περνάνε με τα όργανα και την καινούρια νύφη όλο και κάποια θεία θα αφήσει όπως -όπως σε μια γωνία τη σκούπα με το φαράσι που σκουπίζει το σοκάκι, όλο και κάποια άλλη θα  βγει από  την κουπάνα που πλένει τα ρούχα, θα σκουπίσει τα χέρια από το «πιστιμάνι» (μάλλινη ποδιά), θα το διπλώσει διαγώνια και θα το περάσει στη ζώνη για να μη φαίνεται η βρωμιά και θα βγει με ένα δίσκο γεμάτο τσίπουρα.
Αυτό θα συνεχίζεται μέχρι το απόγευμα έστω και αν τις γυναίκες «λι άρντι τζάμ ντι μπόου » (τις καίει το ζουμί από αρσενικό μοσχάρι..) γιατί έχουν να κάνουν και δουλειές στο σπίτι της νύφης, καθώς περιμένουν τις επόμενες ώρες τις γυναίκες της γειτονιάς και τις γυναίκες από το σόι για να φάνε το γλυκό του κουταλιού και να ευχηθούν για «την αρραβώνα» και θα πρέπει το σπίτι να είναι τακτοποιημένο.
Φυσικά δεν λείπουν και οι παρέες με νεολαίους που με μια, κουτσή συνήθως, κιθάρα ή κάποιο άλλο όργανο περιφέρονται  μες τα σοκάκια του χωριού αναζητώντας μες το τσίπουρο να απαλύνουν  τον πόνο της πληγωμένης τους από κάποια αιθέρια ύπαρξη καρδιάς ή διασκεδάζουν έτσι απλά με οποιαδήποτε αφορμή. Ο ήχος των οργάνων και της μουσικής είναι πιο απαλός σε αυτές τις παρέες. Είναι συνήθως φοιτητές οι γκαγκάνοι. «Νου ζγκιλέσκου» (δεν γαβγίζουν). Τα τραγούδια τους είναι πιο ποιοτικά ας πούμε, είναι κυρίως καντάδες.
Και σήμερα;Τι γίνεται σήμερα; Έχω χρόνια να ακούσω όργανα στα σοκάκια να με ξυπνάνε . Έχω χρόνια εγώ με τη παρέα μου να πάρουμε τα όργανα και να πάμε σε αγαπημένα πρόσωπα και φίλους…
Δεν ξέρω όμως και τι γίνεται με τη νέα γενιά. Παλιότερα, με δυο δραχμές στην τσέπη που λέει ο λόγος, ο κόσμος έπαιρνε τα όργανα και ήταν «καν τσιβά» (σαν τίποτα) σε σχέση με τα λεφτά που έχουμε και έχουν οι νέες γενιές στην τσέπη. Σήμερα σε πολλά σπίτια υπάρχουν μουσικά όργανα και παιδιά με πτυχία που μπορούν να παίξουν, κι όμως, αν δεν κάνω λάθος, δεν έχει τύχει να ακούσω και να δω να παίζουν με τις παρέες τους. Θα μου πεις σήμερα η διασκέδαση είναι αλλιώς ή μεγάλωσες και είσαι μακριά ηλικιακά, οπότε δεν είναι έτσι… Μπορεί.
Το σίγουρο είναι,ι και μιλάω για την γενιά μου και τους μεγαλύτερους από εμένα, πως με τα χρόνια αλλάζουμε, και δεν αλλάζουμε προς το καλύτερο όσον αφορά τον τρόπο διασκέδασής μας, αλλά βουλιάζουμε…
Βουλιάζουμε, και εμείς που έχουμε άλλες εμπειρίες και μνήμες, στην πλαστική διασκέδαση της εποχής μας….

*΄΄Η ζωή μας τελειώνει καφενείο και ταβέρνα
Η ζωή μας τελειώνει μ’ ήρωες του σινεμά
Η ρουτίνα μας κερνάει για να πιούμε άλλο ένα
Απ’ τα χρόνια μας που φεύγουν γύρω μας ειρηνικά
Τόσο απλά, τόσο ρηχά, τόσο συνηθισμένα…΄΄
*Οι στίχοι στην αρχή και το τέλος του κειμένου είναι από το τραγούδι : ΄΄Η ζωή μας τελειώνει΄΄  της  Αθηναϊκής Κομπανίας σε μουσική και στίχους του Δημήτρη  Χατζηδιάκου.


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΛΙΒΑΔΙ"
Αριθμός φύλλου 71  ΑΠΡΙΛΙΟΣ -ΜΑΙΟΣ  2016 
Γιώργος Αθ. Μητώνας

Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2016

Να θαυμάζετε τις γυναίκες που χορεύουν ζεϊμπέκικο...

Για ένα σεβντά κατεβάσαμε μπουκάλια, αλλά ο καημός, καημός έμεινε. Τον αγνοήσαμε, μα τρύπωνε όποτε μας έβρισκε μόνους. Έδενε το στομάχι κόμπο και μας έβρεχε τα μάτια. Τον κάναμε χορό και μαλάκωσε κάπως. Στοπ εδώ. Όχι στον οποιονδήποτε χορό, αλλά στον έναν που χορεύεται με την ψυχή. Γιατί το ζεϊμπέκικο είναι παραπάνω από ένας χορός. Είναι το συναίσθημα κι η έκφρασή του, είναι λεβεντιά, επανάσταση που βγαίνει απ’ την πίκρα, είναι αρχοντιά μετά, αφού σε λυγίσουν.